επιπήγνυμαι

επιπήγνυμαι
(αόρ. επεπάγην и επεπήχθην) покрываться коркой, плёнкой, пенкой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επιπήγνυμαι" в других словарях:

  • επιπήγνυμι — ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) [πήγνυμι] τοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.) 2. (αμτβ.) πήζω 3. παθ. ἐπιπήγνυμαι προσηλώνομαι, στερεώνομαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»